- επεξεργαστής
- procesor (m) rzecz.
Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.
Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.
επεξεργαστής — Το βασικότερο τμήμα ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή που έχει ως αποστολή την ερμηνεία και την εκτέλεση εντολών. Τα πρώτα μεγάλα υπολογιστικά συστήματα περιείχαν κάρτες με ολοκληρωμένα κυκλώματα που συνδυαζόμενα υλοποιούσαν τον κεντρικό ε. Στη… … Dictionary of Greek
επεξεργαστής — ο αυτός που επεξεργάζεται κάτι, που φροντίζει τις λεπτομέρειες έργου για την αρτιότερη συμπλήρωσή του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δίτιμο ψηφίο — (διεθνώς bit). Μονάδα που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της ποσότητας της πληροφορίας. Η ονομασία bit προέρχεται από τα αρχικά των αγγλικών λέξεων binary digit. Η μονάδα αυτή ορίστηκε το 1927 από τον Αμερικανό επιστήμονα Ρ. Χάρτλεϊ, ο οποίος… … Dictionary of Greek